- πρόσχαρος
- -η, -ο, Ν [προσχαίρω]γεμάτος χαρά, ευχάριστος, ευάρεστος.επίρρ...πρόσχαρα Νμε ευχάριστο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόσχαρος — η, ο χαρούμενος, ευχάριστος, γελαστός, φιλόφρονας: Είναι πρόσχαρος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλέγρος — α, ο 1. εύθυμος, πρόσχαρος, ζωηρός 2. δραστήριος, ευκίνητος, σβέλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. λ. allegro «εύθυμος, γρήγορος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλεγράδα, αλεγράρω, αλεγρία, αλεγροσύνη] … Dictionary of Greek
καλοσυνεύω — (Μ καλοσυνεύω και καλοσυνεύγω) [καλοσύνη] (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοσυνεμένος, η, ο(ν) πρόσχαρος, ευχάριστος (νεοελλ. μσν.) 1. καθησυχάζω, κάνω κάποιον να γαληνέψει 2. (απρόσ. για τον καιρό) καλοσυνεύει γίνεται αιθρία, βελτιώνεται ο… … Dictionary of Greek
καλόκαρδος — η, ο (Μ καλόκαρδος) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος 2. αυτός που έχει καλή καρδιά, καλή ψυχή, πονετικός, ευσπλαγχνικός. επίρρ... καλόκαρδα 1. με καλή καρδιά, εύθυμα 2. με καλοσύνη και προσήνεια, με συμπάθεια … Dictionary of Greek
λούδρος — λοῡδρος, α, ον (Μ) 1. πονηρός, κατεργάρης 2. πρόσχαρος, καλοσυνάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. ludro] … Dictionary of Greek
μειδιαστικός — ή, ό (Α μειδιαστικός, ή, όν) [μειδιώ] 1. αυτός που έχει σχέση με το μειδίαμα ή έχει κλίση προς το μειδίαμα 2. συνεκδ. αυτός που είναι συνήθως γελαστός, πρόσχαρος … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσχαρής — ές, ΝΜΑ [προσχαίρω] πρόσχαρος … Dictionary of Greek
προσχαριώδης — ῶδες, Α πρόσχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χάρις + ώδης*] … Dictionary of Greek
πρόσχαρα — Ν επίρρ. βλ. πρόσχαρος … Dictionary of Greek